-
1 чем
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *I тв. п. от что I II союз1) από, παράкни́га интере́снее, чем журна́л — το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό
лу́чше по́здно, чем никогда́ — κάλλιο αργά παρά ποτέ
чем скоре́е, тем лу́чше — όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο
2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...)••чем... тем —... όσο... τόσο…
-
2 поздно
поздно1. нареч ἀργά:\поздно вечером ἀρ-γά τό βράδυ· лу́чше \поздно, чем никогда погов. κάλλιο ἀργά πάρά ποτέ· рано или \поздно ἀργά ἡ γρήγορα·2. предик безл εἶναι ἀργά. -
3 чём
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *о чём — предл. п. от что Ι
-
4 никогда
никогданареч ποτέ, οὐδέποτε, μηδέ-ποτε:\никогда не слышал ничего подобного δέν ἄκουσα ποτέ τίποτε τό παρόμοιο· \никогда в жизни ποτέ, οὐδέποτε· как \никогда ὅπως ποτέ ἄλλοτε· лучше поздно, чем \никогда погов. κάλλιο ἀργά παρά ποτέ. -
5 чем
чем Iмест. твор. п. от что I· ◊ уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος.чем IIсоюз1. (нежели) παρά, ἀπό:лучше поздно, чем иякогАк погов. κάλλιο ἀργά παρά ποτέ· э́тот журнал интереснее чем тот αὐτό τό περιοδικό εἶναι πιό ἐνδιαφέρον ἀπό κείνο·2. (вместо того, чтобы) разг ἀντί νά:чем торопиться, выйдем лучше пораньше ἀντί νά βιαζόμαστε καλλίτερα νά βγοῦμε νωρίτερα· 3.; чем..., тем ὅσο... τόσο· чем скорее, тем лу́чше ὅσο γρηγορώτερα τόσο τό καλλίτερο· чем больше, тем лу́чше ὅσο περισσότερο τόσο τό καλλίτερο· ◊ чем свет τά χαράματα
См. также в других словарях:
αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… … Dictionary of Greek
κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek